εδαφιστήριον

εδαφιστήριον
το трамбовка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εδαφιστήριον" в других словарях:

  • ἐδαφιστήριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδαφιστήριο — το (AM ἐδαφιστήριον) βαρύ εργαλείο, κόπανος, με το οποίο ισοπεδώνουν και σκληραίνουν μαλακό ή φρεσκοσκαμμένο έδαφος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»